- Ἑρμαφροδίτων
- Ἑρμαφροδί̱των , ἙρμαφρόδιτοςHermaphroditemasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεκανδρία — η 1. η άσκηση τής εξουσίας από συμβούλιο δέκα ανδρών (κυρίως στην αρχαίο Ρώμη) 2. ο χρόνος θητείας τών δεκάνδρων 3. βοτ. η ιδιότητα ερμαφρόδιτων ανθέων με δέκα στήμονες … Dictionary of Greek
διχογαμία — η η διασταυρούμενη γονιμοποίηση, απαραίτητη για τη διατήρηση ερμαφρόδιτων φυτικών και ζωικών οργανισμών … Dictionary of Greek
κλειστογαμία — η βοτ. αυτογονιμοποίηση ερμαφρόδιτων ανθέων τα οποία παραμένουν διαρκώς κλειστά, το φαινόμενο τής αυτεπικονίασης και γονιμοποίησης που παρατηρείται σε ένα άνθος το οποίο δεν ανοίγει και κατά συνέπεια δεν εκθέτει τα αναπαραγωγικά όργανα… … Dictionary of Greek
οπισθοβράγχια — (opisthobrachia). Υφομοταξία γαστερόποδων μαλάκιων. Τα πιο πρωτόγονα από αυτά έχουν εξωτερικό όστρακο και μυώδες πόδι με πλάγιες αποκύσεις (παραπόδια). Το όστρακο των περισσότερων περιβάλλεται από μανδύα και σε άλλα είναι μερικά ή ολοκληρωτικά… … Dictionary of Greek
σπερματοθήκη — η, ΝΜ και σπερμοθήκη, Ν νεοελλ. 1. ζωολ. θυλακοειδές όργανο τών θηλυκών και ερμαφρόδιτων ασπονδυλων, αναλογικό προς τις γεννητικές οδούς ορισμένων θηλυκών ζώων στο οποίο συσσωρεύεται το σπέρμα τού αρσενικού και διατηρείται ζωντανό και γόνιμο στο… … Dictionary of Greek
φασίολα — και φασιόλα, η, Ν ζωολ. γένος ερμαφρόδιτων παρασιτικών τρηματωδών πλατυελμίνθων τής τάξης διγένεα ή δίστομα, συγγενικών με το δικροκοίλιο, αιτιογόνος παράγοντας τής ανθρωποζωονόσου φασιολώσεως, κν. γνωστής ως κλαπάτσα, που προκαλεί ηπατική… … Dictionary of Greek
ψευδοκλειστογαμία — η, Ν βοτ. αυτογονιμοποίηση ερμαφρόδιτων ανθέων που μένουν συνεχώς κλειστά, χωρίς επίσχεση στην ανάπτυξή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + κλειστογαμία] … Dictionary of Greek